γοητεία

γοητεία
γοητ-εία, ,
A witchcraft, jugglery,

γ. καὶ μαγεία Gorg.Hel.10

, cf. Pl. Smp.203a: metaph.,

οὐδὲν ὑγιές, ἀλλὰ γ. τις Id.R.584a

, Andronic. Rhod.p.573 M., etc.;

ἀπάτη καὶ γ. Plb.4.20.5

, cf. Luc.Nigr.15;

γ. τῆς ὑποκρίσεως D.S.1.76

;

ἡδονῆς δι' ὀμμάτων Plu.2.961d

: in a milder sense, 'finesse', Cic.Att.9.13.4; ἡ τῆς φύσεως γ. the magic of Nature, Plot.4.4.44.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γοητεία — γοητείᾱ , γοητεία witchcraft fem nom/voc/acc dual γοητείᾱ , γοητεία witchcraft fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γοητείᾳ — γοητείᾱͅ , γοητεία witchcraft fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γοητεία — η (AM γοητεία) [γοητεύω] το να σαγηνεύει κανείς με την ομορφιά του, τους λόγους του ή άλλα χαρίσματα (αρχ. μσν.) απάτη …   Dictionary of Greek

  • γοητεία — η 1. ηιδιότητα του γόη, η σαγήνη: Ορισμένοι ηθοποιοί ασκούν ακαταμάχητη γοητεία στις γυναίκες. 2. μάγεμα, γητειά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γοητείας — γοητείᾱς , γοητεία witchcraft fem acc pl γοητείᾱς , γοητεία witchcraft fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γοητείαι — γοητείᾱͅ , γοητεία witchcraft fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γοητείαν — γοητείᾱν , γοητεία witchcraft fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γοητειῶν — γοητεία witchcraft fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γοητεῖαι — γοητεία witchcraft fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γοητείαις — γοητεία witchcraft fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γοητείην — γοητεία witchcraft fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”